- Maßnahme
- Maßnahme<-, -n> f μέτρο nt,• n ergreifen λαμβάνω μέτρα,• gerichtliche n ergreifen (JUR) λαμβάνω δικαστικά μέτρα,• n zum Schutz der Umwelt μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος,• n gegen Missbrauch μέτρα κατά της κατάχρησης,• antizyklische n αντικυκλικά μέτρα,• finanzpolitische n χρηματοοικονομικά δημοσιονομικά μέτρα,• konjunkturpolitische n συγκυριακά μέτρα,• vorbeugende προληπτικό μέτρο,• restriktive περιοριστικό μέτρο,• wettbewerbsbeschränkende μέτρο περιορισμού του ανταγωνισμού,• n einleiten εισάγω μέτρα,• n beschließen αποφασίζω μέτρα
Wörterbuch Deutsch-Griechisch . 2015.